λυθρίδες

λυθρίδες
(lythraceae). Οικογένεια ποωδών φυτών, η οποία περιλαμβάνει περίπου 24 γένη και 500 είδη. Είναι θάμνοι, μικρά φρύγανα ή καλλωπιστικά δέντρα. Τα φύλλα τους είναι απλά, αντίθετα ή κατ’ εναλλαγή, με πολύ μικρό –ή και χωρίς– μίσχο. Τα άνθη τους είναι περίγυνα, ακτινόμορφα ή μερικές φορές ζυγόμορφα με δίχωρη ή τετράχωρη ωοθήκη. Ο καρπός τους είναι συνήθως κάψα. Χαρακτηριστικό είδος είναι το Lawsonia inermis, θάμνος της βόρειας Αφρικής, της Ασίας και της Αυστραλίας, από τα φύλλα του οποίου βγαίνει μία κιτρινοκόκκινη χρωστική ουσία (χένα), που χρησιμοποιείται για το βάψιμο των νυχιών, του δέρματος και των μαλλιών. Τα άνθη του είναι πολύ αρωματικά και παράγουν ένα έλαιο. Οι Αιγύπτιοι παρασκεύαζαν από αυτά τη λεγόμενη κυπρία αλοιφή. Επίσης το χρησιμοποιούσαν ως άρωμα στο βαλσάμωμα των μούμιων. Το είδος Lagerstroemia elegansείναι διακοσμητικός θάμνος, που φτάνει σε ύψος έως τα 2 μ.· φέρει άσπρα, ρόδινα ή μοβ άνθη και είναι ιθαγενές φυτό των τροπικών και παρατροπικών χωρών της Ασίας. Καλλιεργείται συνήθως σε κήπους. Στην οικογένεια αυτή ανήκει και το διακοσμητικό είδος Lythrum salicaria.
* * *
οι
βοτ. οικογένεια αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών που ανήκει στην τάξη μυρτώδη και τής οποίας τυπικό γένος είναι το λύθρο.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • κουφέα — η βοτ. γένος καλλωπιστικὼν φυτών τής οικογένειας λυθρίδες …   Dictionary of Greek

  • λαγερστροιμία — και λαγκερστροίμια, η βοτ. γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών τής οικογένειας λυθρίδες. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. lagerstroemia < νεολατ. lagerstroemia < επώνυμο τού Σουηδού βοτανολόγου Μ. Lagerstroem] …   Dictionary of Greek

  • λαουσόνια — και λαουσονία, η βοτ. γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών που ανήκει στην οικογένεια λυθρίδες και που τα φύλλα τους περιέχουν τη γνωστή βαφή χένα …   Dictionary of Greek

  • λύθρος — (I) λύθρος, ὁ, και λύθρον, τὸ (Α) 1. αίμα πηγμένο και αναμεμιγμένο με σκόνη και ιδρώτα, λάσπη αίματος («εὗρεν ἔπειτ Ὀδυσῆα μετὰ κταμένοισιν νέκυσσιν αἵματι καὶ λύθρῳ πεπαλαγμένον ὥς τε λέοντα», Ομ. Οδ.) 2. κηλίδα από τέτοιο αίμα 3. το ακάθαρτο… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”